μουνουχίζω

μουνουχίζω
μετ. оскоплять, кастрировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μουνουχίζω" в других словарях:

  • μουνουχίζω — μουνουχίζω, μουνούχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μουνουχίζω — [μουνούχος] ευνουχίζω …   Dictionary of Greek

  • μουνουχίζω — μουνούχισα, μουνουχίστηκα, μουνουχισμένος, ευνουχίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμουνούχιστος — η, ο [μουνουχίζω] ο μη μουνουχισμένος, μη ευνουχισμένος …   Dictionary of Greek

  • ευνουχίζω — και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) [ευνούχος] αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ) αρχ. (μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε… …   Dictionary of Greek

  • μουνούχισμα — το [μουνουχίζω] ευνουχισμός …   Dictionary of Greek

  • ευνουχίζω — ευνούχισα, ευνουχίστηκα, ευνουχισμένος 1. αφαιρώ τους γεννητικούς αδένες (όρχεις) ζώου ή ανθρώπου, αλλ. μουνουχίζω. 2. μτφ., αφαιρώ ικανότητα από κάποιον: Τα ανελεύθερα καθεστώτα ευνουχίζουν τη βούληση των πολιτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»